DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
Standort m m -(e)s, -e
chem. εγκατάσταση
commun. θέση' τόπος
comp., MS τοποθεσία
construct. τόπος εγκαταστάσεως
construct., mun.plan. θέση
environ. χώρος δραστηριοτήτων
forestr. βιότοπος
health. κατοικία
transp. θέση αεροσκάφους
Standort geographisch m
forestr. στίγμα (γεωγραφικό)
Standort adj.
med. ενδιαίτημα; περιοχή διαβίωσης
Standort
: 73 phrases in 20 subjects
Agriculture2
Commerce3
Communications17
Economy2
Electronics2
Energy industry2
Environment13
Finances4
General5
Industry1
Information technology1
Insurance1
Law1
Life sciences2
Microsoft8
Natural sciences2
Nuclear and fusion power1
Nuclear physics1
Politics1
Transport4