DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Störung f f =, -en
commun. παρεμβολή; βλάβη; αποτυχία
commun., IT αιφνιδία διαταραχή
commun., tech. βλάβη υλικού; Σφάλμα υλικού; αστοχία
el. σφάλμα
environ. ατμοσφαιρική διαταραχή; διαταραχή της ατμόσφαιρας
forestr. λειτουργική διαταραχή
IT ελάττωμα; θόρυβος
mech.eng. ανωμαλία
med. διαταραχή; αδιαθεσία; πάθηση
transp. ενόχληση; λειτουργική ανωμαλία
transp., agric., construct. διατάραξη; διαταράσσω; παρενόχληση
Störung
: 154 phrases in 21 subjects
Communications29
Earth sciences7
Economy3
Electronics19
Environment7
Finances2
General2
Health care20
Information technology4
Labor law2
Law1
Life sciences1
Mathematics1
Mechanic engineering2
Medical33
Natural sciences2
Obsolete / dated1
Pharmacy and pharmacology1
Social science1
Statistics5
Transport11