DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Staub m m -(e)s, pl
coal., met. κονιορτοποιημένος άνθραξ
Stäube v
environ. σκόνη
Staub v
chem. σκόνη από πρεσάρισμα
coal., met. μικρομερή τεμαχίδια άνθρακος
econ. σκόνη
environ. κονιορτός; σκόνη/κονιορτός
Stauben v
tech., industr., construct. ξεχνούδιασμα; χνούδιασμα
Stäuber v
nat.sc., agric. επιπαστήρας
Stäube
: 48 phrases in 12 subjects
Agriculture12
Chemistry3
Coal1
Earth sciences2
Environment14
General6
Health care3
Industry3
Labor law1
Life sciences1
Medical1
Natural sciences1