| |||
δύναμη; σφρίγος | |||
| |||
άμυλο (amylum) | |||
παντοειδή άμυλα; άμυλο κάθε είδους | |||
κόλλα κολλαρίσματος; κόλλα φινιρίσματος | |||
ισχύς ενός ελέγχου | |||
άμυλο; ισχύς | |||
περιεκτικότητα | |||
| |||
πλούσιος | |||
Ηλικία φιλμ, μεγάλη | |||
δυνατός; έντονος; οξύς; σφοδρός; ισχυρός | |||
| |||
άμυλο | |||
| |||
Ηλικία φιλμ, μεγαλύτερη | |||
German thesaurus | |||
| |||
Kampfstärke (golowko) | |||
| |||
eine starke Stunde |
Stärke : 190 phrases in 31 subjects |