DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | verb | to phrases
Sprossen m
transp., industr., construct. σκαλοπάτι κλίμακας
Sprosse m f =, -n
construct. βαθμίδα κλίμακας; τάκος στήριξης υαλοπινάκων; επίμηκες τεμάχιο μικρού μήκους; ράβδος
IT σειρά δελτίου
transp., construct. εγκάρσια αντηρίδα
Spross v
life.sc. επίγειο τμήμα
med. βλαστός; βλαστάρι; παραβλάσταρο
nat.sc., agric. παραφυάς
sprießen v
nat.sc. βλαστάνω; ξεφυτρώνω
Sprieß v
construct. δοκάρι οριζόντιας αντιστηρίξεως
Sprosser v
nat.res. τσιχλαηδόνι (Erithacus luscinia, Luscinia luscinia)
Sprossen
: 1 phrase in 1 subject
Agriculture1