DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Spritzpistole f f =, -n
agric. λόγχη χειρός; λόγχη χειρός με σκανδάλη
chem. πιστόλι ψεκασμού
industr. πιστόλι εξακοντίσεως
industr., construct. πιστόλι φεκασμού; πιστόλι φινιρίσματος
IT, met. πιστόλι εκτοξεύσεως
mech.eng. πιστόλι εξαέρωσης; πιστόλι κονιορτοποίησης; πιστολέτο; συσκευή ψεκασμού που λειτουργεί με συμπιεσμένο αέρα
Spritzpistole
: 8 phrases in 3 subjects
Chemistry4
Industry1
Metallurgy3