DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Sprengwirkung f f =
chem. διαρρηκτικό αποτέλεσμα; εκρηκτικό αποτέλεσμα; συντριπτικό αποτέλεσμα
coal. απόδοση εξόρυξης; αποτελεσματικότητα εξόρυξης
coal., chem. ισχύς
met. φαινόμενο έκρηξης