DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Splitter m -s, =
gen. εκσφενδονιζόμενο αντικείμενο
industr., construct. πελεκούδι; ακίδα; σχίζα m; απορρίμματα πολτού στη φάση καθαρισμού με κόσκινα; λέπι ξύλου; αποκοσκινίδια
med. συσσωματώματα ινών
Splitter
: 16 phrases in 7 subjects
Chemistry8
Coal1
Communications1
Electronics1
General1
Industry3
Microsoft1