DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
Splint m m -(e)s
agric. σομφόν ξύλον; σομφός
astronaut., transp. Ασφαλιστική περόνη
industr., construct. κοπίλια
mech.eng. διχαλωτή βελόνη; κοπίλια με σχισμή
med. σομφόξυλο; σομφό ξύλο
transp., avia. κλειδί ασφάλισης
Splint adj.
med. μαλακόξυλο
Splint
: 2 phrases in 2 subjects
Agriculture1
Medical1