DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Spitzer adj.
fish.farm. ζόπα (Abramis ballerus, Ballerus ballerus)
Spitze adj.
gen. δαντέλλα
commun., mech.eng. κεραία
forestr. κορυφή δένδρου,στεφάνη δένδρου,κώμη δένδρου
hobby, agric. αιχμή του αγκιστριού
industr., construct. δόντι; καρφί; μικρή σφήνα; ταινία μεταφοράς του ιστού
life.sc. γλώσσα
life.sc., tech. ακίδα από ελεφαντόδοντο
mech.eng. αιχμή εργαλείου; μύτη εργαλείου; ακίδα κεντραρίσματος
met. συγκολλητική ακίδα
nat.sc. ακίδα
stat. τιμή κορυφής
transp., avia. εμπρόσθιο ρύγχος
Spitzen adj.
agric. κεντρίζω
construct. σμίλευση
industr., construct. πελέκημα με σκαρπέλο
IT, el. κορυφές τάσης
spitz adj.
med. αιχμηρός; μυτερός
Spitzen- adj.
IT, dat.proc. ανώτατης στάθμης
Spitzer
: 127 phrases in 19 subjects
Agriculture6
Chemistry3
Communications5
Construction1
Electronics10
Environment3
Finances1
Industry31
Information technology2
Life sciences3
Mechanic engineering25
Medical1
Metallurgy11
Microsoft3
Natural resourses and wildlife conservation2
Natural sciences4
Statistics3
Textile industry2
Transport11