DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | noun | adjective | to phrases
Spitzen- n
med. ακραίος; κορυφαίος
spitzen n
med. οξύνω όζυνα; καθιστώ αιχμηρό κατέστησα
Spitze n
life.sc. ακρωτήρι
med. αιχμή
Spitzen adj.
agric. κεντρίζω
construct. σμίλευση
industr., construct. πελέκημα με σκαρπέλο
IT, el. κορυφές τάσης
Spitzen- adj.
IT, dat.proc. ανώτατης στάθμης
Spitze adj.
gen. δαντέλλα
commun., mech.eng. κεραία
forestr. κορυφή δένδρου,στεφάνη δένδρου,κώμη δένδρου
hobby, agric. αιχμή του αγκιστριού
industr., construct. δόντι; καρφί; μικρή σφήνα; ταινία μεταφοράς του ιστού
life.sc. γλώσσα
life.sc., tech. ακίδα από ελεφαντόδοντο
mech.eng. αιχμή εργαλείου; μύτη εργαλείου; ακίδα κεντραρίσματος
met. συγκολλητική ακίδα
nat.sc. ακίδα
stat. τιμή κορυφής
transp., avia. εμπρόσθιο ρύγχος
spitz adj.
med. αιχμηρός; μυτερός
Spitzer adj.
fish.farm. ζόπα (Abramis ballerus, Ballerus ballerus)
Spitzen
: 141 phrases in 19 subjects
Agriculture8
Chemistry3
Communications6
Construction1
Electronics11
Environment3
Finances1
Health care1
Industry33
Information technology2
Life sciences3
Mechanic engineering27
Metallurgy12
Microsoft3
Natural resourses and wildlife conservation2
Natural sciences4
Statistics4
Textile industry2
Transport15