DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Spirale f f =, -n
mech.eng. σπειροειδές σώμα; σπειροειδής αυλάκωση; σπειροειδές κέλυφος
med. έλικα; σπείρα
met. διαταραχή ελικώσεως; διαταραχή ελίκωσης
scient. σπιράλ
Spiralen f
agric., construct. καμπύλα πτερύγια
Spirale
: 29 phrases in 7 subjects
Construction1
Earth sciences2
Economy7
Energy industry1
Mechanic engineering2
Medical15
Metallurgy1