DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Spion m m -s, -e
earth.sc. παχύμετρο με λάμες
industr., construct. φίλερ; καλίμπρα με ελάσματα; μετρητής ελευθεριών
mech.eng. μετρητής ελευθερίας; παχύμετρο
tech. καλίμπρα πάχους
Spion
: 1 phrase in 1 subject
Industry1