DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Spielraum m m -(e)s
agric. περιθώριο; διάκενο
commun. ανοχή λειτουργίας; περιθώριο λειτουργίας
fin. περιθώριο ελιγμού; περιθώριο χειρισμών
Spielraum
: 9 phrases in 6 subjects
Agriculture1
Electronics2
Finances3
Information technology1
Mechanic engineering1
Transport1