DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Spiel n n -(e)s, -e
comp., MS Παιχνιδιού
econ. παίγνια
environ. παίγνιο; αγώνας; παιχνίδι; συνάντηση
mech.eng. ανοχή; ανοχή εμβόλου
Spiel im Sinne von locker, lose n
forestr. χάρη; "τζόγος"
Spiel v
el. κύκλος λειτουργίας
law, environ. αγώνας (jocus); παίγνιο (jocus); παιχνίδι (jocus); συνάντηση (jocus)
mech.eng. διάκενο; χαλάρωμα; διάκενο εμβόλου
met. μπόσικο
transp., astronaut. Ελεύθερη συναρμογή
spiel v
fin. ταχεία κερδοσκοπία
Spiel
: 35 phrases in 13 subjects
Accounting1
Economy1
Education2
Electronics2
Hobbies and pastimes1
Industry1
Information technology4
Mathematics5
Mechanic engineering2
Metallurgy2
Statistics1
Taxes2
Transport11