DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Sperre n
gen. Θυρόφραγμα,κλαπέτο
el. ασφάλιση; διάταξη ασφάλισης; διάταξη για το κλείδωμα; διάταξη κλειδιών; διάταξη σφράγισης
Sperre v
gen. φρένο,πέδη
commun. μπλοκάρισμα
construct. κινητόν φράγμα 2.φράγμα ανασχέσεως εισροής αλατούχου ύδατος
earth.sc., mech.eng. ασφαλιστικός σύρτης; κλείδωμα; σύρτωση
el. σύστημα ακινητοποίησης; Φράγμα δυναμικού
IT, dat.proc. "με κλείδωμα"
mech.eng., el. απολήκτης
Sperrer v
med. διαχωριστής
 German thesaurus
Sperr v
railw. Sperrung
Sperre
: 41 phrases in 11 subjects
Chemistry1
Communications4
Construction7
Electronics2
Finances1
Fish farming pisciculture4
Industry1
Information technology8
Life sciences1
Mechanic engineering5
Transport7