| |||
αχυρώνας; αποθήκη σπόρων (granarium); σιταποθήκη (granarium) | |||
συσσωρευτής | |||
μνήμη | |||
ταμιευτήρας; τεχνητή λίμνη | |||
αποθήκευση; μονάδα μνήμης | |||
αποθήκη συντήρησης | |||
χώρος αποθήκευσης | |||
εφεδρικό δοχείο αποθήκευσης | |||
| |||
αποθήκη | |||
απόθεμα |
Speicher : 235 phrases in 16 subjects |