DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Speicher m m -s, =
agric. αχυρώνας; αποθήκη σπόρων (granarium); σιταποθήκη (granarium)
chem. συσσωρευτής
comp., MS μνήμη
construct. ταμιευτήρας; τεχνητή λίμνη
IT αποθήκευση; μονάδα μνήμης
mater.sc. αποθήκη συντήρησης
med. χώρος αποθήκευσης
met. εφεδρικό δοχείο αποθήκευσης
Speicher v
commer. αποθήκη
med. απόθεμα
Speicher
: 235 phrases in 16 subjects
Communications5
Construction9
Earth sciences5
Electronics20
Health care2
Information technology155
Life sciences2
Materials science3
Mechanic engineering3
Medical2
Microsoft12
Municipal planning1
Nuclear and fusion power1
Technology7
Transport1
Work flow7