DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Spannschloss n
astronaut., transp. Συσφικτήρας συρματόσχοινου
mech.eng. κοχλιωτός εντατήρας; σφιγκτήρας; τάση καλωδίου
transp., construct. τένοντας αγκυρώσεως; αγκύριο; ράβδος αγκυρώσεως