DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Spannhülsen f
mech.eng. σωληνοειδής εύκαμπτη κοπίλια με σχισμή
Spannhülse f
mech.eng. δακτύλιος σύσφιγξης; κωνικός σφιγκτήρας; φωλιά τόρνου; κωνικός μανδύας σύσφιξης; θέση αγκύρωσης; ράβδος ασφαλείας; ράβδος ασφαλείας σύνδεσης
Spannhülsen
: 1 phrase in 1 subject
Agriculture1