DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Spachtel m m -s, =, f =, -n
chem., construct. στόκος υποστρώματος
chem., met. στόκος προετοιμασίας
construct. σπάτουλα
industr., construct., met. σπάτουλα για στρώσιμο χρώματος; ξύστρα
Spachtel
: 1 phrase in 1 subject
Metallurgy1