DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Sonderurlaub m m -(e)s
econ. ειδική άδεια
lab.law. άδεια
law, lab.law. άδεια χορηγούμενη εξαιρετικώς; βραχύχρονη άδεια; βραχύχρονη άδεια απουσίας; ειδική άδεια απουσίας
Sonderurlaub
: 6 phrases in 2 subjects
General1
Law5