DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Sockel m m -s, =
gen. παροχή ρεύματος; πρίζα; ρευματοδότης
agric. βάση εκ σκυροδέματος; πάκτωμα τσιμέντου
construct. εμβάτης; Πέλμα
el. βάση λαμπτήρα; κάλυκας; βάση
mech.eng. κοίλωμα; στορεύς; υποδοχή
mun.plan. πυθμένας
mun.plan., industr., construct. σουβαντιμπί τοίχου
transp. βάθρο; βάση μοχλών ελέγχου
Sockel
: 18 phrases in 8 subjects
Earth sciences1
Electronics6
Industry1
Information technology2
Life sciences1
Mechanic engineering3
Medical1
Municipal planning3