DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Sinkstoffe m
earth.sc. προσχωματικόν υλικόν; προσχωματικόν ίζημα
environ. στερεά δυνάμενα να καταβυθιστούν; ύλη που καθιζάνει
Sinkstoff m
environ. ίζημα; κατακρήμνισμα
Sinkstoffe
: 2 phrases in 2 subjects
Life sciences1
Transport1