DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Seil n n -(e)s, -e
forestr. σύρμα
industr. σχοινί
market. συρματόσχοινο; σχοινιά; καλώδιο
mater.sc., industr., construct. σχοινί πρόσδεσης του φορτίου; σχοινί στερέωσης του φορτίου
transp. καλώδιο πηδαλίου
Seile n
forestr. καλώδια; συρματόσχοινα
Seil
: 57 phrases in 7 subjects
Agriculture1
Fish farming pisciculture4
General1
Hobbies and pastimes1
Mechanic engineering35
Technology9
Transport6