DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Sedimentation f f =
agric. ίχνος σταγονιδίου; σημείο απόθεσης σταγονιδίου
chem. κατακάθισμα
med. ιζηματογένεση
Sedimentation geologisch f
environ. ιζηματογένεση; ιζηματαπόθεση γεωλογικός όρος
Sedimentation industrieller Prozess f
environ. καθίζηση βιομηχανική μέθοδος
Sedimentation v
med. καθίζηση; δημιουργία ιζήματος
Sedimentation
: 2 phrases in 1 subject
Environment2