DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Sedieren v
med. καταπράυνση; καταστολή
sedieren v
med. καταπραΰνω καταπράυνα; καταστέλλω κατέστειλα; κατευνάζω κατεύνασα; ηρεμώ ηρέμησα