DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | adjective
Sedativa n
med. καταπραϋντικά; ηρεμιστικά
Sedativum n n -s, ..va
health. κατασταλτικό
med. καταπραϋντικό
pharma. ελάσσον ηρεμιστικό; αγχολυτικό
Sedativum adj.
med. ηρεμιστικό; κατασταλτικό φάρμακο