DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | adjective | to phrases
Schwinden n n -s
chem. μάζεμα
industr., construct. βράχυνση του στημονιού κατά την ύφανση
Schwinden v
coal., met. συστολή
industr., construct. συρρίκνωση; συστολή του στημονιού κατά την ύφανση
schwinden v
met. συστέλλομαι; συρρικνούμαι
Schwinden adj.
forestr. ρίκνωση; ζάρωμα
Schwinden
: 1 phrase in 1 subject
Materials science1