DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Schwellenwert m m -(e)s, -e
gen. κατώτατο όριο
chem. κατώφλιο συγκεντρώσεως
comp., MS Κατώφλι; όριο
econ. ελάχιστος δείκτης
environ. οριακή τιμή; τιμή κατωφλίου; οριακή τιμή/τιμή κατωφλίου
fin. Σημείο ενεργοποίησης; σημείο ενεργοποίησης
health. επίπεδο κατωφλίου
law όριο ποσοτικού χαρακτήρα
med. τιμή ουδού
transp., el. στάθμη κατωφλίου
Schwellenwerte m
environ. Τιμές κατωφλίου
Schwellenwert
: 18 phrases in 9 subjects
Commerce2
Earth sciences2
Electronics1
Environment3
Finances1
Health care4
Life sciences2
Medical1
Microsoft2