DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Schwelle f f =, -n
fin. ανώτατο όριο
mech.eng. ημικυκλική σφήνα
med. ουδός
transp., met. στρωτήρ
Schwelleder Böschung f
transp. κορυφή πρανούς; οφρύς πρανούς
Schwelle v
comp., MS όριο
fin., IT κατώφλιο
industr., construct., chem. Bυθισμένο φράγμα; βυθισμένη γέφυρα; υπογέφυρα
life.sc. ανύψωση ωκεάνιου φλοιού
mech.eng. σφήνα Woodruff
transp., avia. κατώφλι
transp., construct. υπερύψωση οδοστρώματος
transp., met. στρωτήρας σιδηροδρομικών γραμμών
Schwelleder Böschung v
transp. στέψη πρανούς
Schwellen v
mater.sc., construct. διόγκωση
met. εξόγκωμα
Schwelle
: 81 phrases in 19 subjects
Art1
Communications4
Construction1
Electronics1
Environment3
Finances1
General3
Health care2
Information technology2
Investment2
Labor law1
Law1
Mechanic engineering7
Medical1
Microsoft1
Politics1
Statistics4
Technology3
Transport42