DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Schwarm m m -(e)s, Schwärme
agric. σμήνος; εσμός
schwärmen m
agric. σχηματίζω αφεσμό; φτιάχνω δευτεροπούλι
Schwärmen m
agric. πολλαπλασιασμός σμήνους μελισσών; σχηματισμός αφεσμού
Schwarm
: 4 phrases in 2 subjects
Agriculture1
Medical3