DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Schwangerschaftsunterbrechung f f =, -en
gen. διακοπή κύησης; τεχνητή διακοπή της κύησης; έκτρωση; άμβλωση; τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης
Schwangerschaftsunterbrechung
: 7 phrases in 2 subjects
Health care3
Medical4