DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
Schwaden m m -s, =
agric. διαχωρισμός κοπτόμενης λωρίδας χόρτου; σανός σε σαμάρια; συγκέντρωση σε ζώνες θερισμού; δεμάτιασμα; σανός σε σωρούς; χειροβόλισμα; δέμα στάχεων σιτηρών
coal. καπνοί και αέρια εξόρυξης
environ. καπνός; αιθάλη; αναθυμιάσεις; καπνός/αιθάλη/αναθυμιάσεις
schwaden m
agric. χειροβολιάζω
Schwaden adj.
forestr. θυμωνιά; δεμάτι
Schwaden
: 12 phrases in 2 subjects
Agriculture6
Natural resourses and wildlife conservation6