DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb
Schur f f =, -en
agric. κούρεμα; κουρά; κουρά των προβάτων
Schürer v
chem., met. τήκτης; επιτηρητής τήξης
industr., construct., chem. χειριστής γκαζοζέν; Θερμαστής; Γκαζιέρης