DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
Schrittmacher m m -s, =
el. ρολόι,χρονιστής
med. βηματοδότης; κέντρο σχηματισμού ερεθίσματος
Schrittmacher adj.
med. ηλεκτρικός ρυθμοδότης καρδιάς; βηματοδότης καρδιάς
Schrittmacher
: 9 phrases in 2 subjects
Medical7
Metallurgy2