DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | adjective
Schossen m
agric. εξοίδηση; εξόγκωση; πρήξιμο; επανόρθωση στελεχών
Schoss adj.
med. βλαστάρι; βλαστός; παραβλάσταρο