DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Schorfe m
nat.sc., agric. ακτινομύκωση; εσχάρωση; κηλίδωση
Schorf m m -(e)s, -e
med. εσχάρα; εφελκίς; κρούστα επουλωμένου τραύματος; κρούστα
nat.sc., agric. στίξη; φουζικλάδιο
Schorfe
: 3 phrases in 1 subject
Natural sciences3