DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Schnitzel m m -s, =
agric. ψιχίο
agric., sugar. τεμαχίδια ζαχαρότευτλων
industr., construct. ροκανίδια; θραύσμα; πριονίδια
IT Υπολείμματα διάτρησης
mater.sc. ξέσματα
Schnitzel
: 4 phrases in 2 subjects
Agriculture3
Industry1