DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | adjective | to phrases
Schneide f f =, -n
industr., construct. λοξοτομή; πλευροτομία
Schnitt v
agric. κοπή; χορτοκοπή; κλάδεμα καρποφορίας; κλάδευση καρποφορίας; βραχεία κλάδευση; κοντό κλάδεμα; ελαφρά κλάδευση; ελαφρό κλάδεμα
el. συρραφή ταινίας
fish.farm., polit. σμίκρυνση
industr., construct. εγκάρσια κοπή; κομμάτι
industr., construct., met. ταγιάρισμα
med. τομή; διατομή
met. εργαλείο διαμελισμού
tech., industr., construct. βελούρ
Schneide v
industr., construct. φάλτσο
mech.eng. ακμή; κόψη
tech. μαχαιρίδιο
Schnitte v
agric. γραμμές διαμήκων τομών σκάφους
Schneiden adj.
commun. διαγραφή προγράμματος
food.ind. κοπή
forestr. κούρεμα; διάτμηση
industr. κόψιμο των σελίδων; ξάκρισμα; τεμαχισμός; τόρνευση
industr., construct. εγκάρσια κοπή; λάξευση; πρίσις
industr., construct., met. κόψιμο; λείο ταγιάρισμα
schneiden adj.
forestr. παρυφώνω; ξακρίζω; εγκάρσια τομή
industr., construct. αφαιρώ
med. κόβω έκοψα; χαράζω χάραξα
met. κατεργάζομαι διά κοπής
Schneiden
: 173 phrases in 23 subjects
Agriculture32
Chemistry2
Communications12
Construction1
Earth sciences3
Electronics3
Environment2
Finances1
Fish farming pisciculture18
Food industry1
Forestry2
General1
Industry13
Information technology2
Marketing1
Mechanic engineering10
Medical21
Metallurgy34
Municipal planning1
Natural sciences4
Statistics2
Technology2
Transport5