DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Schmutzstoff m
environ. ρυπασμένη ύλη; ρυπαίνουσα ουσία
med. ρύπος m
Schmutzstoff v
med. ρυπαντική ουσία
Schmutzstoff
: 13 phrases in 1 subject
Environment13