DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Schmierfett n n -(e)s, -e
fish.farm., tech., chem. λιπαντικό
forestr. γράσο; ροδέλα; τσιμούχα
mech.eng. στερεό λιπαντικό; γράσσο; λιπαντικό γράσσο
Schmierfett
: 6 phrases in 1 subject
Transport6