DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb
Schmieren n
industr., construct., met. λίπανση καλουπιού
schmieren n
med. λιπαίνω λίπανα
Schmieren v
commun. θολή εκτύπωση; μουτζούρα
industr., construct., met. μαλαστουπάρισμα
schmieren v
agric. σχηματίζω κρούστα
mech.eng. λιπαίνω