DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb
Schmelzer m m -s, =
chem., met. επιτηρητής τήξης
lab.law., met. τήκτης
met. πρώτος και δεύτερος χύτης
transp., nautic. ναυτόπαις με καθήκοντα μαγείρου
schmelzer m
met. τρίτος χύτης
Schmelz v
med. αδαμαντίνη (enamelum); σμάλτο δοντιών (enamelum); στρώμα αδαμαντίνης (enamelum)