DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Schmälzen v
industr., construct., met. στάρωμα; κόλλα
Schmalz v
gen. λίπος χοίρειον υπό την ονομασία "Saindoux"
econ. τετηγμένο χοίρειο λίπος
Schmälze v
industr., construct., met. κόλλα