DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb
Schlupf m m -(e)s
industr., construct. γλίστρημα; πέρασμα
Schlupf v
el. παλινδρόμηση
industr., construct. ροή
nat.sc., agric. εκκόλαψη
transp. ολίσθηση; διολίσθηση δρομέως; ψευδο-ολίσθηση
transp., industr., construct. πατινάρισμα
Schlüpfen v
transp. ολίσθηση
Schlupfer v
agric. εκκολαπτική μηχανή
schlüpfen v
agric. εκκολάπτω