DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb
Schlingern n n -s
earth.sc., transp. οφιοειδής κίνηση
transp., nautic., fish.farm. διατοίχιση; διατοιχισμός
Schlingern v
earth.sc., transp. παρέκλιση
transp. ανατροπή γυροσκοπίου; σημαντική απόκλιση από την κάθετο
transp., nautic., fish.farm. μπότζικν.
schlingern v
agric. υποφέρω από τη θαλασσοταραχή; υποφέρω από τη θάλασσα