DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Schliesskontakt m
el. λειτουργική επαφή; επαφή "κλεισίματος"; επαφή κλειστή στη θέση εργασίας
mech.eng., construct. επαφή λειτουργίας; επαφή κανονικά ανοιχτή