DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Schleuser n
crim.law., immigr. διακινητής
Schleuser v
crim.law., immigr. άτομο που μεταφέρει κάποιον λαθραίως; μεταφορέας λαθρομεταναστών
Schleuse v
chem., el. πυραμιδοειδής χοάνη
environ. υδατοφράκτης
transp., nautic., construct. δεξαμενή ρύθμισης στάθμης; θυρόφραγμα; κλεισιάς
Schleusen v
transp. διαπεραίωση μέσω ανυψωτικών δεξαμενών
transp., construct. απότομος εκκένωσις ύδατος
transp., industr., construct. δεξαμενές ανύψωσης
Schleuser
: 28 phrases in 4 subjects
Agriculture2
Construction1
Mechanic engineering2
Transport23