DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Schleifring m m -(e)s, -e
el. δακτύλιος συλλέκτη; δακτύλιος συρμάτων μικτονόμησης
mech.eng. δαχτυλίδι ολίσθησης
mech.eng., el. συλλεκτικός δακτύλιος; συλλέκτης με δακτύλιους; συλλέκτης; δαχτυλίδι συλλέκτη
met., mech.eng. δακτυλιοειδής λειαντικός τροχός
Schleifring
: 1 phrase in 1 subject
Metallurgy1