DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Schleifer m m -s, =
commun., industr., construct. δρομέας
industr., construct., mech.eng. αποϊνωτής
industr., construct., met. ταγιαριστής; εργάτης επεξεργαζόμενος τα χείλη αντικειμένων
IT διαδρομέας
lab.law. ρεκτιφιέ
met. τροχιστής